κανονιοβολισμός

κανονιοβολισμός
ο
βολή τηλεβόλου, κανονίδι: Παραδόθηκαν όλοι, όταν άρχισε ο κανονιοβολισμός του φρουρίου τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κανονιοβολισμός — ο 1. βολή πυροβόλου, κανονιά 2. συνεχής βολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοβολώ (πρβλ. βολισμός < πυροβολώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κανονοβολισμός — ο ο κανονιοβολισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερος τ. τής λ. κανονιοβολισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Νικόλ. Α. Μαραθώνιο] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογραφία — Είδος ζωγραφικής που αντλεί θέματα από τη θάλασσα και ονομασία του πίνακα που αναφέρεται σε αυτήν. Αρχικά η θάλασσα αποτελούσε μέρος του τοπίου ενός πίνακα, σύντομα όμως έγινε το αποκλειστικό στοιχείο έμπνευσης πολλών καλλιτεχνών. Πρώτοι… …   Dictionary of Greek

  • κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • κομματιά — η (Μ κομματιά) κανονιοβολισμός, κανονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι (για πυροβολικό) «μοίρα, μονάδα»] …   Dictionary of Greek

  • λομπάρδα — και λουμπάρδα, ἡ (Μ) 1. ολμοβόλο όπλο, κανόνι 2. κανονιοβολισμός, κανονιά 3. φρ. «δίνω λουμπάρδες» κανονιοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. lombarda] …   Dictionary of Greek

  • λουμπαρδιά — η (Μ λουμπαρδέα και λουμπαρδιά) [λουμπάρδα]·1. κανονιοβολισμός, κανονιά 2. βλήμα κανονιού, οβίδα …   Dictionary of Greek

  • κανονίδι — το συνεχής κανονιοβολισμός: Άρχισε πάλι το κανονίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”